βουρδουλακιάζω
Смотреть что такое "βουρδουλακιάζω" в других словарях:
βουρδουλακιάζω — βρικολακιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουρδουλακιάζω — βρικολακιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)